- νομάδην
- νομάδην (Α)επίρρ. κατά νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ: σπορ-άδην, τροχ-άδην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek